- Της Ελένης Παναγοπούλου – Παπαθανασίου
Τα Γιάννινα γίνονταν αγνώριστα το Μεγαλοβδόμαδο.Σ' όλα τα σοκάκια, τα στενά, τους μαχαλάδες, οι νοικοκυρές άρχιζαν τα σερμπετώματα των σπιτιών.Οι φάτσες των χαμηλών σπιτιών, άστραφταν από το κάτασπρο ασβέστη που οι νοικοκυρές «έσβηναν» στους τσίγκινους κουβάδες από βδομάδες πρωτύτερα.Οι γειτονιές πεντακάθαρες, ζαλίζονταν από το σύρε κι έλα των νοικοκυράδων, που πήγαιναν τα κουλούρια στον σιμτζή της γειτονιάς.Τα κουλούρια τα 'φτιαχναν την Μ. Τρίτη και την Μ. Τετάρτη.
Την Μ. Πέμπτη έβαφαν τ' αυγά. Κατακόκκινα καλογυαλισμένα έμπαιναν με τάξη μέσα στις καλαθένιες κονίστρες και περίμεναν μαζί με τα κουλούρια το τσούγκρισμα τους, το βράδυ του «Χριστός Ανέστη».Το φύλλο της μπαρμπαρόζας που έδεναν γύρω απ' το αυγό προτού να μπει στον λουμινένιο τέντζερη με τη βαφή, άφηνε το σχήμα του σε κείνα απ' αυγά που τα παιδιά θα κόλλαγαν τις χαλκομανίες.Την βαφή των αυγών οι νοικοκυρές την φύλαγαν 40 μέρες, δεν την σκαπετούσαν και όταν περνούσαν οι 40 της Πασχαλιάς, την «έθαβαν» σε μια γωνιά του μπαξέ τους.
Οι νοικοκυρές την Μ. Πέμπτη, έψαχναν η μια στο κοτέτσι της άλλης γειτόνισσας, να βρουν ένα αυγό «μεγαλοπεφτίσιο». Το αυγό που γέναγαν οι κότες εκείνη τη μέρα, το έβαφαν ξεχωριστά και τόβαζαν στα εικονίσματα.Την άλλη χρονιά, πάλι την Μ. Πέμπτη, έβαφαν καινούριο και το παλιό το έσπαζαν και τα τσόφλια τα έκαιγαν. Μόνο τα τσόφλια έμεναν. Γι' αυτό έβαφαν αυγά γεννημένα την Μ. Πέμπτη. Λεν πάθαιναν τίποτα, όλο το χρόνο στα εικονίσματα, ούτε μύριζαν, μόνο σώνονταν.
Την Μ. Πέμπτη το πρωί, τα παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν.Καθαρά μέσα κι έξω έπαιρναν την μεταλαβιά απ' τα χέρια του σεβάσμιου ιερέα και γύρναγαν στο σπίτι.Στο κατώφλι του σπιτιού περίμεναν οι δικοί τους να τους φιλήσουν το χέρι και να τους δώσουν την ευχή τους. Και εκείνα όλο χαρά στρώνονταν στις αχνιστές τηγανίτες που μετά την μεταλαβιά συνήθιζαν να τρώνε. Γιατί μετά από τόση νηστεία, έπρεπε να συνηθίσουν τα στομάχια τους στο λάδι και το κρέας.
Το βράδυ τηςΜ. Πέμπτης, την ώρα που έβγαινε ο Σταυρός οι παλιές Γιαννιώτισσες, έβρεχαν με γκιουλς το πέρασμα Του.Με γκιουλς, άλειφαν και τα κουλούρια της Λαμπρής, που ήταν παράδοση στα γιαννιώτικα κουλούρια μαζί με την πατροπαράδοτη συνταγή τους.Την Μ. Παρασκευή μικροί μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία.Το πρωί παρακολουθούσαν με κατάνυξη τη λειτουργία κι ύστερα τα παιδιά περνούσαν σταυρωτά κάτω απ' τον δαφνοστολισμένο Επιτάφιο.Ασπάζονταν ευλαβικά την εικόνα της Ταφής, έπαιρναν λουλούδια και το βράδυ πάλι πήγαιναν στην εκκλησία με τις κόκκινες λαμπάδες τους. Κάθε ενορία της πόλης, φρόντιζε για το στόλισμα του Επιταφίου της.Αγόρια και κορίτσια με καλάθια στα χέρια χτυπούσαν τις πόρτες των γειτόνων τους και μάζευαν λουλούδια. Γραβάνια, κρίνοι, άνθη λεμονιάς και κάρμποτου βρίσκονταν στις δόξες τους εκείνη την εποχή και σ' όλους τους ανθόκηπους των χαμηλών σπιτιών.
Στους γυναικωνίτες των εκκλησιών, υπήρχε ο Επιτάφιος, που Γιαννιώτες νοικοκυραίοι χάριζαν σαν Τάμα, στην ενορία τους και εκείνον τον Επιτάφιο στόλιζαν με τα λουλούδια όταν έβγαινε στην περιφορά όλων των Επιταφίων, το βράδυ της Μ. Παρασκευής στην Κεντρική Πλατεία.Σε κείνους τους πιστούς, τους ευεργέτες της πόλης των Γιαννίνων παλαιότερους και νεότερους έκαναν δέηση ξεχωριστή, καθώς η λιτανεία έφτανε σε σταυροδρόμι, επιστρέφοντας στην ενορία της.Και το Μ. Σάββατο το βράδυ, όλοι με τα γιορτινά τους και τις άσπρες απλές λαμπάδες κάνανε Ανάσταση, κάτω απ' τις χαρμόσυνες καμπάνες στην εκκλησία της ενορίας τους.Κάθε σπίτι, η οροφή της εξώπορτας, είχε το σημάδι του Σταυρού, που, καθώς έμπαιναν οι νοματαίοι, έκαναν με την κάπνα της αναμμένης λαμπάδας, για το καλό του σπιτιού.Μέσα στα μαντζάτα των σπιτιών, η νοικοκυρά άναβε, το γεμάτο με λάδι, καντήλι απ' το Άγιο «δεύτε λάβετε φως» του Χριστός Ανέστη.
Όλες οι φαμίλιες εκείνες τις ώρες, ήταν συγκεντρωμένες γύρω απ' το Αναστάσιμο τραπέζι.Η μυρωδάτη μαγειρίτσα, τα κόκκινα αυγά και τα ζαχαρωμένα λαμπροκούλουρα, ήταν όλα εκείνα που έκαναν τους απλοϊκούς ανθρώπους, να νιώθουν βαθιά τη σημασία εκείνων των ημερών του Μεγαλοβδόμαδου και το μεγαλείο της Ανάστασης του Θεανθρώπου.Την Κυριακή του Πάσχα, απ' το πρωί, οι άντρες της κάθε οικογένειας, άναβαν φωτιά στην αυλή του σπιτιού τους και ετοίμαζαν τη σούβλα.Κάρβουνα, κληματόβεργες και δαδί έκαναν τη φωτιά θράκα, κι ο οβελίας ψήνονταν αργά-αργά στη σούβλα.
Και γύρω από εκείνη, η χαρούμενη οικογένεια ετοίμαζε το Λαμπριάτικο τραπέζι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμη φιλόξενη, απλή, και αρμονική όπως ήταν και σ' όλη την πόλη. Γιατί, ας ήταν μια σταλιά, τα Γιάννενα τότε, είχανε κάτι αλλιώτικο.Ήταν ο τρόπος της ζωής, της λάρας, της γαλήνης.Κυβερνάνε μέσ' στα μικρά τα γραφικά τα σπίτια, η αγάπη, η κατανόηση, η ανθρωπιά, η αλήθεια.Της Ελένης Παναγοπούλου – Παπαθανασίου/ Αναδημοσίευση από το βιβλίο «σεργιάνι στα περασμένα…»
ΠΗΓΗ:epirusgate.gr